- ασυρής
- ἀσυρής, -ές (Α)ρυπαρός, αισχρός.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. ασυρής ανάγεται πιθ. στο ρ. σύρω και παρουσιάζει την ίδια σημασιολογική εξέλιξη όπως τα σύρμα, συρφετός «αυτό που σύρεται, που σαρώνεται, το σκουπίδι». Προήλθε πιθ. από α- αθροιστικό και ουδ. *σύρος ή, κατ' άλλη υπόθεση, πρόκειται για λ. που σχηματίστηκε στους ελληνιστικούς χρόνους απευθείας από το ρ. σύρω].
Dictionary of Greek. 2013.