ασυρής

ασυρής
ἀσυρής, -ές (Α)
ρυπαρός, αισχρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. ασυρής ανάγεται πιθ. στο ρ. σύρω και παρουσιάζει την ίδια σημασιολογική εξέλιξη όπως τα σύρμα, συρφετός «αυτό που σύρεται, που σαρώνεται, το σκουπίδι». Προήλθε πιθ. από α- αθροιστικό και ουδ. *σύρος ή, κατ' άλλη υπόθεση, πρόκειται για λ. που σχηματίστηκε στους ελληνιστικούς χρόνους απευθείας από το ρ. σύρω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀσυρής — lewd masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυρῆ — ἀσυρής lewd neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀσυρής lewd masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀσυρής lewd masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυρές — ἀσυρής lewd masc/fem voc sg ἀσυρής lewd neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυροῦς — ἀσυρής lewd masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυρίων — ἀσυρής lewd masc/fem/neut gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυρῶς — ἀσυρής lewd adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”